- φιλάβουλος
- φῐλ-άβουλος, ον,A wilfully unaduised, AP12.80 (Mel.), APl.4.133 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλάβουλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να είναι άβουλος («τὰν... φιλάβουλον ἔριν», Αντίπ. Σιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄβουλος] … Dictionary of Greek
φιλάβουλον — φιλάβουλος wilfully unaduised masc/fem acc sg φιλάβουλος wilfully unaduised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάβουλε — φιλάβουλος wilfully unaduised masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)